-
1 касса
1. (отделение учреждения, где производятся приём и выдача денег, продажа билетов и т.п.) το ταμείο 2. (кассовый аппарат) το μηχάνημα (ακύρωσης ή έκδοσης εισιτηρίων)το ταμείο3. (ящик для хранения денежной наличности) το χρηματοκιβώτιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > касса
-
2 касса
-ы θ.1. χρηματοκιβώτιο.2. ταμείο•сберегательная касса ταμιευτήριο•
касса взаимопомощи ταμείο αλληλοβοήθειας•
железнодорожная касса ταμείο εισιτηρίων σιδηροδρόμων•
театральная касса ταμείο εισιτηρίων θεάτρου•
заплатить в кассу πληρώνω στο ταμείο•
3. τα χρήματα του ταμείου•проверить -у κάνω έλεγχο του ταμείου.
4. (τυπγρ.) στοιχειοθήκη. -
3 касса
ка́сс||аж1. τό ταμεῖο[ν], ἡ κάσ(σ)α:сберегательная \касса Τό ταμιευτήριο· \касса взаимопомощи τό ταμείο ἀλληλεγγύης (или ἀλληλοβοηθείας)· билетная \касса τό ταμείο εἰσιτηρίων· несгораемая \касса τό χρηματοκιβώτιο·2. (денежная наличность) τό ταμεῖο[ν]:подсчитать \кассау κάνω (или κλείνω) ταμείο·3. полигр. ἡ στοιχειοθήκη, ἡ Υραμματοθήκη, ἡ κάσα:наборная \касса τό συνθετήριο. -
4 сберкасса
сбер||ка́ссаж (сберегательная ка́сса) τό ταμιευτήριο[ν]. -
5 книжка
-и θ.1. βλ. книга; интересная книжка ενδιαφέρον βιβλίο•записная книжка σημειωματάριο, δεφτέρι.
2. μεγάλο περιοδικό.3. βιβλιάριο•трудовая книжка βιβλιάριο εργασίας•
чековая книжка το καρνέ των τσεκ•
сберегательная книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου•
расчётная книжка βιβλιάριο πληρωμής•
положить деньги на -у βάζω χρήματα•
ото ταμιευτήριο.
4. ο εχίνος του στομάχου των μηρυκαστικών.